- ἔστηκε
- στήκωstandimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἕστηκε — ἵστημι make to stand perf imperat act 2nd sg ἵστημι make to stand perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕστηκ' — ἕστηκα , ἵστημι make to stand perf ind act 1st sg ἕστηκε , ἵστημι make to stand perf imperat act 2nd sg ἕστηκε , ἵστημι make to stand perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕστηχ' — ἕστηκα , ἵστημι make to stand perf ind act 1st sg ἕστηκε , ἵστημι make to stand perf imperat act 2nd sg ἕστηκε , ἵστημι make to stand perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подътвьрженъ — (1*) прич. страд. прош. Подпертый: единъ мѹжь погѹби всѣ вои. посредѣ же стоить кровавъ, кореньѥмъ желѣзнымъ подътверженъ, и не хощеть пасти. (ἕστηκε) Пч н. XV (1), 16 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
υποχαλώ — άω, ΜΑ χαλαρώνω κάτι λίγο («τὰ νεῡρα ὑποχαλᾱται τοῑς κάμνουσι», Ευστ.) μσν. μτφ. υποχωρώ, ενδίδω αρχ. 1. παύω, σταματώ («ἕστηκε δὲ ἀνὴρ αὐλῶν τεχνίτης, καὶ ὃς ὅτι μάλιστα πειρᾱται τοῡ μέλους ὑποχαλᾱν», Αιλ.) 2. (αμτβ.) χαλαρώνω λίγο («κεραία μὴ… … Dictionary of Greek